- ἀμητήρ
- ἀ̱μητήρ , ἀμητήρreapermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμητήρ — ἀμητὴρ ( ῆρος), ο (θηλ. ἀμήτειρα) (Α) [ἀμῶ] θεριστής … Dictionary of Greek
αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… … Dictionary of Greek
ἀμητῆρα — ἀ̱μητῆρα , ἀμητήρ reaper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμητῆρας — ἀ̱μητῆρας , ἀμητήρ reaper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμητῆρες — ἀ̱μητῆρες , ἀμητήρ reaper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμητῆρι — ἀ̱μητῆρι , ἀμητήρ reaper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμητῆρσι — ἀ̱μητῆρσι , ἀμητήρ reaper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμητῆρσιν — ἀ̱μητῆρσιν , ἀμητήρ reaper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμητήρων — ἀ̱μητήρων , ἀμητήρ reaper masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)